καρυκευμάτων

καρυκευμάτων
καρύκευμα
savoury dish
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… …   Dictionary of Greek

  • μακαρονικός — ή, ό 1. (για λόγο) αυτός που περιέχει μακαρονισμούς 2. (για συγγραφέα) αυτός που μεταχειρίζεται μακαρονισμούς στον λόγο του. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ. λατ. macaronicus < macaroni. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά για τον λόγο που περιέχει ανάμικτα… …   Dictionary of Greek

  • μπαχαρικό — το [μπαχάρι] συν. στον πληθ. τα μπαχαρικά γενική ονομασία τών μαγειρικών αρωματικών καρυκευμάτων, όπως είναι η κανέλα, το μοσχοκάρυδο κ.ά …   Dictionary of Greek

  • παράρτυσις — ύσεως, ἡ, Α [παραρτύω] 1. ετοιμασία 2. η προσθήκη αρτυμάτων και καρυκευμάτων …   Dictionary of Greek

  • παραρτύω — ΜΑ νοστιμεύω φαγητό με την προσθήκη καρυκευμάτων μσν. μτφ. νοστιμεύω, ομορφαίνω κάτι («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», Ευστ.) αρχ. μέσ. παραρτύομαι ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀρτύω «καρυκεύω, παρασκευάζω»] …   Dictionary of Greek

  • Μπαλάνος — Επώνυμο ηπειρωτικής οικογένειας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα χρόνια της τουρκοκρατίας και μετά την απελευθέρωση της χώρας. 1. Αριστείδης (Ιωάννινα 1819 – Αθήνα 1875). Δικηγόρος και πληρεξούσιος Αττικής του 1864, γιος του Κοσμά Μπαλάνου (βλ. λ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”